- φιλεράστρια
- φιλεράστριαamorousfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλεράστρια — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. φιλεραστής … Dictionary of Greek
φιλεραστής — ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α αυτός που τού αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστής («πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐραστής] … Dictionary of Greek